01. ΤΟ ΧΑΡΟΥΠΙ ΚΑΙ Ο ΚΑΡΠΟΣ ΤΟΥ
-
1.1 ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥΠΟΔΕΝΤΡΟΥ
-
1.1 Φυσιολογία του χαρουπόδενδρου: ανάπτυξη και πολλαπλασιασμός
ΘΗΡΕΣΙΑ ΤΕΡΕΖΑ ΤΖΑΤΖΑΝΗ
Γεωπόνος, Ερευνήτρια, Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου, ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
Η χαρουπιά είναι δένδρο αείφυλλο, μέτριου ως μεγάλου μεγέθους, που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 10μ. Έχει κόμη σφαιρική, με πλαγιόκλαδη βλάστηση και δυνατούς βλαστούς με τραχύ φλοιό. Είναι δένδρο δίοικο, δηλαδή κάθε φυτό έχει μόνο αρσενικά ή θηλυκά άνθη. Σε εμπορικές φυτείες αρσενικά και θηλυκά δένδρα εγκαθίστανται με συγκεκριμένη αναλογία για καλύτερη επικονίαση, καρποφορία και απόδοση. Είναι είδος θερμών και ξηρών περιοχών που μπορεί να ευδοκιμήσει και σε περιοχές με υποτροπικό κλίμα. Η βλαστική ανάπτυξη του δένδρου μειώνεται σε θερμοκρασίες χαμηλότερες των 10 oC και παρουσιάζει σχετική ευαισθησία στον παγετό, αλλά εξαιρετική αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες. Ευδοκιμεί σε μεγάλο εύρος εδαφών και μπορεί να αξιοποιήσει φτωχά και υποβαθμισμένα εδάφη.
Κύρια μέθοδος πολλαπλασιασμού της χαρουπιάς είναι ο εμβολιασμός σε άγρια αυτοφυή δένδρα ή σε σπορόφυτα υποκείμενα. Η φύτρωση των σπερμάτων αντιμετωπίζει αρκετές δυσκολίες και απαιτούνται ιδιαίτεροι χειρισμοί που περιλαμβάνουν ενυδάτωση, εμβάπτιση σε θερμό νερό κ.ά. Σε περίπτωση μη εμβολιασμού, τα σπορόφυτα φτάνουν σε αναπαραγωγική ηλικία μετά το 8ο έτος. Η άνθιση ξεκινάει τέλη καλοκαιριού και διαρκεί όλο το φθινόπωρο. Η επικονίαση των ανθέων πραγματοποιείται με τον άνεμο. Δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες την περίοδο ανθοφορίας, επηρεάζουν την καρπόδεση. Η ανάπτυξη του καρπιδίου ξεκινάει μετά τη γονιμοποίηση και η ωρίμανση του καρπού ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του επόμενου έτους, με την αλλαγή του χρώματος από πράσινο σε καφέ, τη μείωση της υγρασίας στον καρπό και την αύξηση των σακχάρων.
-
1.2 ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥΠΙΟΥ
-
1.2 ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥΠΙΟΥ
ΧΑΡΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Χημικός, Καθηγητής, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Η Κρήτη έχει μία από τις πλουσιότερες χλωρίδες της περιοχής της Μεσογείου. Από τα 1800 περίπου είδη φυτών της Κρήτης, τα 180 είναι ενδημικά.
Η χαρουπιά (Ceratonia siliqua L.) είναι γνωστή στην Ελλάδα από την αρχαιότητα, ως ένα από τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της Κρήτης. Το είδος C. silica και τα υποείδη του χαρακτηρίζονται από ομάδες συστατικών, που αποτελούν το χημικό δακτυλικό αποτύπωμα του κάθε υποείδους. Έτσι είναι δυνατή η Χημειοταξινόμηση των υποειδών και η διάκριση τους.
Πρόσφατα δεδομένα1 αναφέρουν ότι ο καρπός της είναι μείγμα πρωτογενών και δευτερογενών μεταβολιτών, με χαρακτηριστική παρουσία σακχάρων και ινών.
Η σακχαρόζη είναι ο κύριος υδατάνθρακας ακολουθούμενη από φρουκτόζη και γλυκόζη. Η κύρια κυκλιτόλη είναι η D-pinitol αλλά υπάρχουν και ίχνη από μυο-ινοσιτόλη, D-(+)-χειρο-ινοσιτόλη, ονονιτόλη, σεκουοϊτόλη, και βορνεσιτόλη.
Τα φαινολικά, κυρίως παράγωγα βενζοϊκού και κινναμικού οξέος, είναι η πιο άφθονη κατηγορία πολυφαινολών με κύριους εκπροσώπους το γαλλικό οξύ και το γαλλικό μεθυλεστέρα.
Οι καρποί είναι ιδιαίτερα πλούσιοι σε φλαβονόλες όπως η κερσετίνη, η μυρικετίνη, η κεμπφερόλη και γλυκοσιδικά παράγωγά τους. Περιέχουν επίσης τανίνες και μείγμα 17 αμινοξέων με τα ασπαρτικό, ασπαραγίνη, αλανίνη, γλουταμικό, λευκίνη και βαλίνη να αποτελούν το 57% της περιεκτικότητας των λοβών που αποτελούν επίσης εξαιρετική δεξαμενή καλίου και ασβεστίου.
Βιβλιογραφία
1) Goulas, V. et al., 2016, Int. J. Mol. Sci.17,1875 -
1.3 ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑΣ ΧΑΡΟΥΠΙΑΣ
-
1.3 Μέθοδοι καλλιέργειας της χαρουπιάς, προβλήματα και τεχνικές αντιμετώπισης
ΘΗΡΕΣΙΑ - ΤΕΡΕΖΑ ΤΖΑΤΖΑΝΗ
Γεωπόνος, Ερευνήτρια, Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου, ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
Η χαρουπιά φυτεύεται κατά τετράγωνα ή γραμμές, σε αποστάσεις μεταξύ 8 και 10μ. και σε πυκνότητα από 11 έως 16 δένδρα ανά στρέμμα. Κατά την εγκατάσταση της καλλιέργειας τα δενδρύλλια φυτεύονται με μπάλα χώματος και απαιτείται τακτικό πότισμα, τουλάχιστον κατά το πρώτο έτος. Σε μια εμπορική φυτεία, συστήνεται άρδευση από το τέλος της άνοιξης και μέχρι το φθινόπωρο, σε περιοχές με περιορισμένες βροχοπτώσεις. Συνιστάται επίσης, υποστύλωση των νεαρών δένδρων για αντοχή σε ανέμους.
Παρόλο που η χαρουπιά θεωρείται είδος με περιορισμένες απαιτήσεις θρέψης, για επίτευξη καλύτερης παραγωγής πρέπει να εφαρμόζεται λίπανση σε ετήσια βάση. Η προσθήκη κοπριάς στο έδαφος και ο έλεγχος των ζιζανίων με κατεργασία του εδάφους, παρέχει πολλαπλά οφέλη στην καλλιέργεια. Ειδικά η ενσωμάτωση των ζιζανίων, συνεισφέρει στη βελτίωση της δομής του εδάφους, την αύξηση της οργανικής ουσίας, την καλύτερη απορρόφηση νερού και τη μείωση του κινδύνου πυρκαγιάς.
Δενδροκομικά, η χαρουπιά δεν απαιτεί κλάδεμα σε ετήσια βάση για να καρποφορήσει, όπως άλλα οπωροφόρα, όμως για την πρόληψη ασθενειών προτείνεται κλάδεμα «καθαρισμού» σε ετήσια βάση και αφαίρεση παραφυάδων.
Σημαντικός εχθρός της χαρουπιάς θεωρούνται τα τρωκτικά, που στην προσπάθειά τους για ανεύρεση νερού, αφαιρούν μέρος του φλοιού, ειδικά στα νεαρά δένδρα. Η συγκομιδή πραγματοποιείται από το τέλος του καλοκαιριού έως τις αρχές του φθινοπώρου, χειρωνακτικά ή με μηχανικά μέσα. Καθώς συχνά η συγκομιδή συμπίπτει χρονικά με την ανθοφορία, επιβάλλονται προσεκτικοί χειρισμοί.
1.1 Φυσιολογία του χαρουπόδενδρου: ανάπτυξη και πολλαπλασιασμός
ΘΗΡΕΣΙΑ ΤΕΡΕΖΑ ΤΖΑΤΖΑΝΗ
Γεωπόνος, Ερευνήτρια, Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου, ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
Η χαρουπιά είναι δένδρο αείφυλλο, μέτριου ως μεγάλου μεγέθους, που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 10μ. Έχει κόμη σφαιρική, με πλαγιόκλαδη βλάστηση και δυνατούς βλαστούς με τραχύ φλοιό. Είναι δένδρο δίοικο, δηλαδή κάθε φυτό έχει μόνο αρσενικά ή θηλυκά άνθη. Σε εμπορικές φυτείες αρσενικά και θηλυκά δένδρα εγκαθίστανται με συγκεκριμένη αναλογία για καλύτερη επικονίαση, καρποφορία και απόδοση. Είναι είδος θερμών και ξηρών περιοχών που μπορεί να ευδοκιμήσει και σε περιοχές με υποτροπικό κλίμα. Η βλαστική ανάπτυξη του δένδρου μειώνεται σε θερμοκρασίες χαμηλότερες των 10 oC και παρουσιάζει σχετική ευαισθησία στον παγετό, αλλά εξαιρετική αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες. Ευδοκιμεί σε μεγάλο εύρος εδαφών και μπορεί να αξιοποιήσει φτωχά και υποβαθμισμένα εδάφη.
Κύρια μέθοδος πολλαπλασιασμού της χαρουπιάς είναι ο εμβολιασμός σε άγρια αυτοφυή δένδρα ή σε σπορόφυτα υποκείμενα. Η φύτρωση των σπερμάτων αντιμετωπίζει αρκετές δυσκολίες και απαιτούνται ιδιαίτεροι χειρισμοί που περιλαμβάνουν ενυδάτωση, εμβάπτιση σε θερμό νερό κ.ά. Σε περίπτωση μη εμβολιασμού, τα σπορόφυτα φτάνουν σε αναπαραγωγική ηλικία μετά το 8ο έτος. Η άνθιση ξεκινάει τέλη καλοκαιριού και διαρκεί όλο το φθινόπωρο. Η επικονίαση των ανθέων πραγματοποιείται με τον άνεμο. Δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες την περίοδο ανθοφορίας, επηρεάζουν την καρπόδεση. Η ανάπτυξη του καρπιδίου ξεκινάει μετά τη γονιμοποίηση και η ωρίμανση του καρπού ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του επόμενου έτους, με την αλλαγή του χρώματος από πράσινο σε καφέ, τη μείωση της υγρασίας στον καρπό και την αύξηση των σακχάρων.
1.2 ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥΠΙΟΥ
ΧΑΡΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Χημικός, Καθηγητής, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Η Κρήτη έχει μία από τις πλουσιότερες χλωρίδες της περιοχής της Μεσογείου. Από τα 1800 περίπου είδη φυτών της Κρήτης, τα 180 είναι ενδημικά.
Η χαρουπιά (Ceratonia siliqua L.) είναι γνωστή στην Ελλάδα από την αρχαιότητα, ως ένα από τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της Κρήτης. Το είδος C. silica και τα υποείδη του χαρακτηρίζονται από ομάδες συστατικών, που αποτελούν το χημικό δακτυλικό αποτύπωμα του κάθε υποείδους. Έτσι είναι δυνατή η Χημειοταξινόμηση των υποειδών και η διάκριση τους.
Πρόσφατα δεδομένα1 αναφέρουν ότι ο καρπός της είναι μείγμα πρωτογενών και δευτερογενών μεταβολιτών, με χαρακτηριστική παρουσία σακχάρων και ινών.
Η σακχαρόζη είναι ο κύριος υδατάνθρακας ακολουθούμενη από φρουκτόζη και γλυκόζη. Η κύρια κυκλιτόλη είναι η D-pinitol αλλά υπάρχουν και ίχνη από μυο-ινοσιτόλη, D-(+)-χειρο-ινοσιτόλη, ονονιτόλη, σεκουοϊτόλη, και βορνεσιτόλη.
Τα φαινολικά, κυρίως παράγωγα βενζοϊκού και κινναμικού οξέος, είναι η πιο άφθονη κατηγορία πολυφαινολών με κύριους εκπροσώπους το γαλλικό οξύ και το γαλλικό μεθυλεστέρα.
Οι καρποί είναι ιδιαίτερα πλούσιοι σε φλαβονόλες όπως η κερσετίνη, η μυρικετίνη, η κεμπφερόλη και γλυκοσιδικά παράγωγά τους. Περιέχουν επίσης τανίνες και μείγμα 17 αμινοξέων με τα ασπαρτικό, ασπαραγίνη, αλανίνη, γλουταμικό, λευκίνη και βαλίνη να αποτελούν το 57% της περιεκτικότητας των λοβών που αποτελούν επίσης εξαιρετική δεξαμενή καλίου και ασβεστίου.
Βιβλιογραφία
1) Goulas, V. et al., 2016, Int. J. Mol. Sci.17,1875
1.3 Μέθοδοι καλλιέργειας της χαρουπιάς, προβλήματα και τεχνικές αντιμετώπισης
ΘΗΡΕΣΙΑ - ΤΕΡΕΖΑ ΤΖΑΤΖΑΝΗ
Γεωπόνος, Ερευνήτρια, Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου, ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
Η χαρουπιά φυτεύεται κατά τετράγωνα ή γραμμές, σε αποστάσεις μεταξύ 8 και 10μ. και σε πυκνότητα από 11 έως 16 δένδρα ανά στρέμμα. Κατά την εγκατάσταση της καλλιέργειας τα δενδρύλλια φυτεύονται με μπάλα χώματος και απαιτείται τακτικό πότισμα, τουλάχιστον κατά το πρώτο έτος. Σε μια εμπορική φυτεία, συστήνεται άρδευση από το τέλος της άνοιξης και μέχρι το φθινόπωρο, σε περιοχές με περιορισμένες βροχοπτώσεις. Συνιστάται επίσης, υποστύλωση των νεαρών δένδρων για αντοχή σε ανέμους.
Παρόλο που η χαρουπιά θεωρείται είδος με περιορισμένες απαιτήσεις θρέψης, για επίτευξη καλύτερης παραγωγής πρέπει να εφαρμόζεται λίπανση σε ετήσια βάση. Η προσθήκη κοπριάς στο έδαφος και ο έλεγχος των ζιζανίων με κατεργασία του εδάφους, παρέχει πολλαπλά οφέλη στην καλλιέργεια. Ειδικά η ενσωμάτωση των ζιζανίων, συνεισφέρει στη βελτίωση της δομής του εδάφους, την αύξηση της οργανικής ουσίας, την καλύτερη απορρόφηση νερού και τη μείωση του κινδύνου πυρκαγιάς.
Δενδροκομικά, η χαρουπιά δεν απαιτεί κλάδεμα σε ετήσια βάση για να καρποφορήσει, όπως άλλα οπωροφόρα, όμως για την πρόληψη ασθενειών προτείνεται κλάδεμα «καθαρισμού» σε ετήσια βάση και αφαίρεση παραφυάδων.
Σημαντικός εχθρός της χαρουπιάς θεωρούνται τα τρωκτικά, που στην προσπάθειά τους για ανεύρεση νερού, αφαιρούν μέρος του φλοιού, ειδικά στα νεαρά δένδρα. Η συγκομιδή πραγματοποιείται από το τέλος του καλοκαιριού έως τις αρχές του φθινοπώρου, χειρωνακτικά ή με μηχανικά μέσα. Καθώς συχνά η συγκομιδή συμπίπτει χρονικά με την ανθοφορία, επιβάλλονται προσεκτικοί χειρισμοί.
